- γαιοφάγος
- γαιο-φάγος [ᾰ], ον,A = γαιηφάγος, Nic.Th.784.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαιοφάγος — γαιοφάγος, ον (AM) (Α και γαιηφάγος, ον) (συνήθως για σκουλήκια) αυτός που τρέφεται με χώμα … Dictionary of Greek
γαιοφάγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιοφάγου — γαιοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
γαιηφάγος — ον βλ. γαιοφάγος … Dictionary of Greek